- σωματόζη
- και σωματόση και σωματόλη, η, Νκρέας σε μορφή σκόνης που χρησιμοποιείται ως τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. somatose (< σώμα, σώματος + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -όζη). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.